- τυραννησείω
- Α(εφετ. τ. τού τυραννώ) επιθυμώ να τυραννεύσω («τῶν μὴ αἰσθανομένων Πεισίστρατον τυραννησείοντα», Σόλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + εφετική κατάλ. -(η)σείω (πρβλ. πολεμ-ησείω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυραννιώ — άω, ΜΑ 1. φέρομαι σαν τύραννος 2. τυραννησείω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + κατάλ. ιῶ (πρβλ. στρατηγ ιῶ)] … Dictionary of Greek